τρισπίθαμα

τρισπίθαμα
τρισπίθαμος
three spans long
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξύστρο — το (Α ξύστρον) εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι νεοελλ. 1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα 2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών αρχ. δρέπανο προσαρτημένο σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”